- χρησμολέσχης
- χρησμο-λέσχης, ου, ὁ, = foreg., Lyc.1419.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χρησμολέσχης — ὁ, Α χρησμολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρησμός + λέσχης (< λέσχη «συζήτηση, συνομιλία»), πρβλ. λογο λέσχης] … Dictionary of Greek
χρησμολέσχην — χρησμολέσχης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λέσχη — Ίδρυμα προορισμένο για την επιδίωξη πολιτικών ή κοινωνικών σκοπών, ή για την ψυχαγωγία ατόμων με τα ίδια ενδιαφέροντα, καθώς και το εντευκτήριο του ιδρύματος αυτού. Ιστορία. Η λ. στην αρχαία Ελλάδα ήταν ένα δημόσιο οίκημα με ελεύθερη είσοδο. Στην … Dictionary of Greek